Η εμβρυική μετάδοση γίνεται κατά μέσο όρο 4 έως 8 εβδομάδες μετά τον αποικισμό του πλακούντα από το τοξάπλασμα. Αν αυτή η πλακουντοπάθεια προηγείται πάντοτε μιας εμβρυικής μόλυνσης, η διέλευση του παράσιτου από τον πλακούντα στο έμβρυο δεν είναι υποχρεωτική. Η συχνότητα εμβρυικής μετάδοσης, η οποία συνολικά εκτιμάται στο 30% των περιπτώσεων, είναι τόσο υψηλότερη όσο αργότερα επέρχεται η μόλυνση στη διάρκεια της κύησης.
Όσο πλησιάζει η ώρα του τοκετού, η πλακουντιακή ροή αίματος είναι μέγιστη και ο κίνδυνος μετάδοσης είναι σχεδόν σίγουρος, όμως η συμπτωματική εμβρυική προσβολή είναι ελάχιστη (υποκλινική τοξοπλασμώση με οφθαλμικές διαταραχές του νεογνού να αποκαλύπτονται όψιμα). Αντίθετα, αν η μόλυνση είναι σύγχρονη με τη σύλληψη, η μετάδοση είναι σπάνια, αλλά η εμβρυική προσβολή σοβαρότατη (ενδομήτριος θάνατος, υδροκεφαλία, σοβαρές οφθαλμικές διαταραχές). Η πιο επικίνδυνη περίοδος για το έμβρυο τοποθετείται μεταξύ της δεύτερης και της εικοστής τετάρτης εβδομάδας κύησης, περίοδος κατά την οποία συνδυάζονται η συχνότητα μετάδοσης και η σοβαρότητα των επιπλοκών στο έμβρυο (πολυοργανική, οφθαλμική και εγκεφαλική προσβολή).
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΜΒΡΥΙΚΩΝ ΜΟΛΥΝΣΕΩΝ ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΜΟΛΥΝΣΗΣ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ
Εποχή μόλυνσης μητέρας |
Κίνδυνος μετάδοσης στο έμβρυο |
Εμβρυικός κίνδυνος (αν υπάρξει μετάδοση) |
Προγενέστερη της σύλληψης |
Ουδείς |
Ουδείς |
Κατά τη σύλληψη |
Χαμηλός (περίπου 1%) |
Μέγιστος κίνδυνος |
Πριν από τις 16 εβδομάδες |
Σημαντικός |
Μέγιστος κίνδυνος |
Μετά από τις 16 εβδομάδες |
Μέγιστος |
Τόσο λιγότερος όσο η μόλυνση είναι πιο κοντά στον τοκετό (όμως το βρέφος πρέπει να υποβληθεί σε θεραπεία με σπιραμυκίνη) |
Ο κίνδυνος εμβρυικής μόλυνσης αυξάνει κανονικά από την έναρξη έως το τέλος της κύησης, περνώντας προοδευτικά από το 1% κατά την περίοδο της σύλληψης στο 20% γύρω από την 20ή εβδομάδα για να φθάσει το 75% έως 90% κοντά στον χρόνο του τοκετού. Η σοβαρή συγγενής τοξοπλάσμωση είναι σπάνια μορφή αλλά επικίνδυνη και παρατηρείται κυρίως όταν το έμβρυο έχει μολυνθεί κατά τη διάρκεια του τρίτου τριμήνου της κύησης.
Η διάγνωση γίνεται με νέες τεχνικές που επιτρέπουν τον ενδομήτριο προληπτικό έλεγχο της μόλυνσης. Αυτό έχει το πλεονέκτημα να μην γίνεται διακοπή της κύησης παρά μόνο βάσει αντικειμενικών στοιχείων, περιορίζονται οι αδικαιολόγητες εκτρώσεις και εφαρμόζεται θεραπεία των εμβρύων που έχουν προσβληθεί πριν από τη γέννηση με τον συνδυασμό πυριμεθαμίνης και σουλφαδιαζίνης, των οποίων η θεραπευτική αποτελεσματικότητα έχει αποδειχθεί.
Η διάγνωση βασίζεται σε τρία στοιχεία: το υπερηχογράφημα, την αμνιοπαρακέντηση και τη λήψη εμβρυικού αίματος. Το υπερηχογράφημα μπορεί να εμφανίσει σημεία που παραπέμπουν στη συγγενή τοξοπλάσμωση (εμβρυική ηπατομεγαλία, εμβρυικός ασκίτης, διαστολή των κοιλιών του εγκεφάλου, ενδοκρανιακές αποτιτανώσεις). Αυτό συνδυάζεται με τη λήψη εμβρυικού αίματος και αμνιακού υγρού μετά την 20η εβδομάδα.