Σε περίπτωση ορομετατροπής ή υποψίας τοξοπλάσμωσης, χορηγείται σπιραμυκίνη σε δόση 3 γραμμαρίων ημερησίως αναμένοντας το αποτέλεσμα της προγεννητικής διάγνωσης. Αυτή η δοσολογία εξασφαλίζει καλή πλακουντιακή συγκέντρωση και μειώνει κατά 50% και πλέον τον κίνδυνο μετάδοσης από τη μητέρα στο έμβρυο.
Στις περιπτώσεις μόλυνσης κατά τη διάρκεια της κύησης, η παρουσία δυσπλασιών που ανιχνεύονται υπερηχογραφικά επιτρέπουν την ένδειξη θεραπευτικής διακοπής της κύησης.
Αυτή θα συζητηθεί και στην περίπτωση θετικής διάγνωσης, στο πλαίσιο μόλυνσης μεταξύ της 6ης και της 16ης εβδομάδας. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι αυτή η εναλλακτική αφορά λιγότερο από το 3% των περιπτώσεων τοξοπλάσμωσης. Στην περίπτωση μόλυνσης μεταγενέστερης της 16ης εβδομάδας και θετικής διάγνωσης, εφαρμόζεται παρασιτοκτόνος θεραπεία (πυριμεθαμίνη και σουλφαδιαζίνη επί τέσσερις εβδομάδες εναλλακτικά με τη σπιραμυκίνη) και υπερηχογραφική παρακολούθηση ανά 15 ημέρες.
Μετά την 22η εβδομάδα , ο κίνδυνος σοβαρής βλάβης καθίσταται πολύ μικρός αλλά η αντιμετώπιση παραμένει η ίδια.
Μετά την 28η εβδομάδα , παραμένει δυνατό να γίνει προγεννητική διάγνωση ώστε να τεθεί η ένδειξη της παρασιτοκτόνου θεραπείας και να μειωθεί ο κίνδυνος εμφάνισης επιπλοκών από τους οφθαλμούς του εμβρύου.
Τέλος, σε περίπτωση αρνητικής προγεννητικής διάγνωσης, η θεραπεία με σπιραμυκίνη, η οποία εφαρμόζεται ήδη από τη διάγνωση της ορομετατροπής, συνεχίζεται ώστε να αποφευχθεί κάθε όψιμη μόλυνση.