Μια μόλυνση που οφείλεται στον ιό HPV
Σήμερα, εκτιμάται ότι η πλειονότητα των καρκίνων του τραχήλου της μήτρας συνδέεται με τον ιό των ανθρώπινων θηλωμάτων (HPV), που είναι η αναγκαία αλλά όχι ικανή αιτία. Τα πλέον λοιμογόνα στελέχη είναι τα στελέχη 16 και 18.
Όταν δεν γίνεται τακτικός έλεγχος με τεστ Παπ
Ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας εξελίσσεται πολύ αργά από προκαρκινικές αλλοιώσεις. Με την αντιμετώπιση και τη θεραπεία της βλάβης σε πρώιμο στάδιο, αυτή δεν εξελίσσεται μέχρι τον καρκίνο. Ο τακτικός προληπτικός έλεγχος με τεστ παπ (για τις γυναίκες από 20 έως 65 ετών σε ετήσια βάση) επιτρέπει μια ικανή προστασία.
Άλλοι παράγοντες κινδύνου
- Το γεγονός της έναρξης ερωτικών σχέσεων σε νεαρή ηλικία και η ύπαρξη πολλών ερωτικών συντρόφων πολλαπλασιάζουν τους κινδύνους μόλυνσης από τα πλέον λοιμογόνα στελέχη και αυξάνουν έτσι τον κίνδυνο καρκίνου του τραχήλου
- Το κάπνισμα πάνω από 15 τσιγάρα την ημέρα (ακόμα και το παθητικό) και η μακροχρόνια χρήση αντισυλληπτικών από το στόμα (πάνω από 5 έτη)
- Ορισμένες σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα κυρίως τα ή ο έρπητας τύπου 2 (έρπης των γεννητικών οργάνων)
- Ένα αδύναμο ανοσοποιητικό σύστημα εξ αιτίας πολλών παραγόντων όπως φαρμάκα, AIDS, κ.ά.
- Κόρη, μητέρας που έλαβε αγωγή με διαιθυλστιλβεστρόλη κατά τη διάρκεια της κύησης.
- Το ιστορικό πολύδυμων κυήσεων
- Έλλειψη διατροφικών παραγόντων , όπως βιταμίνης B6,B12 και φολικού οξέος. Αντίθετα, μια δίαιτα πλούσια σε φρούτα και λαχανικά φαίνεται ότι μειώνει τον κίνδυνο.
Τα χλαμύδια
Ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας, οφείλεται στον HPV χωρίς καμιά αμφιβολία. Όμως ενώ αυτές οι μολύνσεις είναι ιδιαίτερα συχνές, μόνο λίγες θα οδηγήσουν σε καρκίνο. Νέες μελέτες ενοχοποιούν και τα χλαμύδια, ένα σύνηθες σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα που συχνά περνά απαρατήρητο. Ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας αναπτύσσεται από τις λεγόμενες προκαρκινικές αλλοιώσεις. Όμως άλλες φορές ο ιός εξαλείφεται από τον οργανισμό, άλλες φορές εξακολουθεί να υπάρχει. Έτσι, οι μολύνσεις που οφείλονται στον HPV είναι συνήθεις και εξαφανίζονται αυτόματα σε διάστημα μικρότερο από 13 μήνες. Μόνο ορισμένες εξελίσσονται σε προκαρκινικές αλλοιώσεις. Σήμερα, αρκετές ενδείξεις ενισχύουν το ρόλο των χλαμυδίων σε αυτό. Οι γυναίκες οι οποίες μολύνονται από τα χλαμύδια μπορεί να εμφανίσουν λευκωπή κολπική έκκριση, πυελικές φλεγμονές (π.χ των σαλπίγγων) καθώς και ανώμαλη κολπική αιμόρροια. Αν αυτή η μόλυνση δεν αντιμετωπιστεί, τότε μπορεί να προκαλέσει ακόμα και υπογονιμότητα. Όμως συχνά, το βακτηρίδιο δεν προκαλεί κανένα σύμπτωμα.
Ένας κίνδυνος που πολλαπλασιάζεται επί επτά
Αυτό το βακτηρίδιο, υπεύθυνο για υπογονιμότητα, θα μπορούσε σύμφωνα με Φιλανδούς ερευνητές να προκαλέσει αύξηση του κινδύνου καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Τα αποτελέσματα αιματολογικών εξετάσεων 530 000 γυναικών από τη Φιλανδία, την Νορβηγία και τη Σουηδία συγκρίθηκαν με τα αρχεία περιστατικών καρκίνων αυτών των χωρών. Λαμβάνοντας υπόψη τις μολύνσεις που οφείλονται στον HPV ή στο κάπνισμα αυτά τα αποτελέσματα προκαλούν έκπληξη:
- Οι γυναίκες που είχαν μολυνθεί από τον ορότυπο G των χλαμυδίων, διέτρεχαν 6,6 φορές μεγαλύτερο να αναπτύξουν καρκίνο
- Ενέχονται επίσης και οι ορότυποι I και D, με αντίστοιχο πολλαπλασιασμό του κινδύνου επί 3,8 και 2,7
- Οι γυναίκες που είχαν μολυνθεί από περισσότερους τύπους χλαμυδίων φαίνεται ότι ήταν εκτεθειμένες σε ακόμα μεγαλύτερο κίνδυνο.
Προσοχή στις μολύνσεις που επιμένουν
Ξεκινώντας από τις βάσεις ορολογικών δεδομένων και τα μητρώα περιστατικών καρκίνων των τριών βορειοευρωπαϊκών χωρών, η ομάδα του Δρ Jorma Paavonen κατέγραψε 178 καρκίνους του τραχήλου της μήτρας τους οποίους συνέκρινε με 513 περιπτώσεις μαρτύρων. Οι ερευνητές επιβεβαίωσαν τη σχέση ανάμεσα στον καρκίνο του τράχηλου της μήτρας και τη μόλυνση από χλαμύδια. Αποδείχθηκε ότι υπάρχει σχέση μεταξύ συγκεκριμένων αντισωμάτων κατά των χλαμυδίων και καρκίνου του τραχήλου της μήτρας, ιδιαίτερα σε περίπτωση χρόνιας μόλυνσης (άνω των 3,5 ετών). Παραμένουν, ωστόσο, αρκετά ερωτηματικά: ο μηχανισμός εξακολουθεί να μην έχει ανιχνευτεί. Τα συμπεράσματα συνηγορούν υπέρ του προληπτικού ελέγχου για τα χλαμύδια, που μπορούμε να αντιμετωπίσουμε με αντιβιοτικά. Τέλος, μόνο η χρήση προφυλακτικού επιτρέπει την προστασία από τα χλαμύδια.




