Η τοξοπλάσμωση είναι μια από τις συχνότερες παρασιτικές παθήσεις. Αν κατά γενικό κανόνα είναι καλοήθης, η εκδήλωσή της κατά τη διάρκεια της κύησης μπορεί να αποδειχθεί σοβαρή λόγω του κινδύνου ανωμαλιών στο κεντρικό νευρικό σύστημα του εμβρύου.
Η νόσος του εμβρύου δεν μπορεί να αναπτυχθεί παρά μόνο με συγκεκριμένες συνθήκες.
- Η μητρική παρασιταιμία: προηγείται της ανάπτυξης της ανοσίας κατά τη διάρκεια μιας πρωτομόλυνσης.
- Ο αποικισμός του πλακούντα: είναι προϋπόθεση. Υπάρχει πάντοτε ένα διάστημα ανάμεσα στη μόλυνση του πλακούντα και στη μετάδοσή της στο έμβρυο. Αυτή είναι συχνότερη στο τέλος της κύησης όταν ο πλακούντας είναι περισσότερο ανεπτυγμένος και αιματώνεται καλύτερα.
- Η μόλυνση του εμβρύου: ποικίλει ανάλογα με τη λοιμογόνο δράση των παρασίτων και κυρίως της ανοσοποιητικής αντίδρασης του ξενιστή (ηλικία εμβρύου).
Εκτιμάται ότι ο αριθμός των προσβολών των εγκύων στη Γαλλία ανέρχεται περίπου στις 6000 ετησίως. Σε αυτές, ο κίνδυνος μόλυνσης του εμβρύου αυξάνεται σταθερά από την έναρξη έως το τέλος της κύησης, αντίθετα με τη σοβαρότητα η οποία μειώνεται αναλογικά, δεδομένου ότι οι συνέπειες, αν το έμβρυο μολυνθεί σε πρώιμο στάδιο, είναι σημαντικότερες. Η σοβαρή συγγενής τοξοπλάσμωση μεταφράζεται σε συστημική προσβολή με σοβαρότερη επιπλοκή, την προσβολή του εγκεφαλικού ιστού.
Η προγεννητική διάγνωση βασίζεται σε τρία στοιχεία: τις μηνιαίες ορολογικές εξετάσεις αντισωμάτων στην έγκυο, το υπερηχογράφημα, την αμνιοπαρακέντηση και την ανάλυση του αίματος του εμβρύου.
Η πρόοδος των συμπληρωματικών μορφολογικών και βιολογικών εξετάσεων, των οποίων η ευαισθησία δεν έπαυσε να σημειώνει προόδους τα τελευταία χρόνια, έχουν ανατρέψει τις έννοιες της ερμηνείας του κινδύνου συγγενούς τοξοπλάσμωσης. Τα αντισώματα IgM έχασαν την απόλυτη αξία τους ως δείκτη οξείας λοίμωξης. Η χρονολόγηση της μόλυνσης δεν αρκεί για να αποκλειστεί ρητά ο κίνδυνος μετάδοσης όπως το αποδεικνύουν σπάνιες περιπτώσεις μολύνσεων πριν από τη σύλληψη. Η προγεννητική διάγνωση επιτρέπει την αποφυγή μεγάλου αριθμού θεραπευτικών διακοπών κύησης και προτείνει αποτελεσματική εμβρυική θεραπεία.
Με την επιφύλαξη λόγω της σχετικής δυσκολίας της, μπορούμε να πούμε ότι η PCR συνεισφέρει πολύ μεγάλη ευαισθησία και τεράστιο κέρδος χρόνου για την ανίχνευση του παράσιτου. Σήμερα, αυτή η άμεση ανίχνευση αποτελεί ένα από τα στοιχεία της διάγνωσης του τοξοπλάσματος μεταξύ του συνόλου των υπερηχογραφικών και των βιολογικών ευρημάτων. Όμως, είναι δυνατόν να επιτυγχάνεται αξιόπιστη διάγνωση σε λιγότερο από μια εβδομάδα, ακόμα και σε 24 ώρες.
Έχει πλέον παρέλθει ο καιρός όπου, μέσα στην αμφιβολία, με βάση μια απλή διαπίστωση παρουσίας lgM στον μητρικό ορό, προτεινόταν συστηματικά η διακοπή της κύησης. Η προγεννητική διάγνωση τοξοπλάσματος βασίζεται πλέον σε τρία στοιχεία: την εμβρυική βιολογία, την υπερηχογραφία και την PCR. Αυτή η διάγνωση επιτρέπει, σε συνάρτηση με την ημερομηνία μόλυνσης, να αξιολογηθεί η εμβρυική πρόγνωση και συνεπώς να προτείνεται γρήγορα μια επαρκώς επιχειρηματολογημένη θεραπευτική συμπεριφορά.
Είναι γεγονός ότι η πρόληψη που εφαρμόζεται και οι πρόοδοι της εμβρυομητρικής ιατρικής μείωσαν σημαντικά τον κίνδυνο ορομετατροπής κατά τη διάρκεια της κύησης και τη συχνότητα συγγενούς τοξοπλάσμωσης.